Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΑΝΤΩΝΗΜΠΟΥΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΑΝΤΩΝΗΜΠΟΥΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Μια φορά κι έναν καιρό

Ο Χρήστος ζούσε στο ξύλινο σπίτι του δίπλα σε ένα μεγάλο δάσος. Δεν είχε οικογένεια ούτε φίλους. Ούτε τον επισκεπτόταν ποτέ κανείς. Έπρεπε λοιπόν με κάποιον να μιλάει. Να βρει μια συντροφιά. Και έτσι τρύπωσε στο μυαλό του μια πολύ ωραία ιδέα.

Καθημερινά, πήγαινε στο δάσος, όχι μόνο για περίπατο και αναζήτηση τροφής, αλλά και για να κόψει κάποιο δέντρο. Όταν σκοτάδι έπεφτε και το φεγγάρι ξεπρόβαλε, υπό το φως του τζακιού, πελεκούσε τον κορμό του δέντρου και τον σκάλιζε μέχρι να του δώσει τη μορφή που ήθελε. Ήταν εξαντλητική δουλειά. Αμέσως μετά, έπλενε τον ιδρώτα του και κοιμόταν με μια γλυκιά κούραση. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, είχε γεμίσει το σπίτι του με κοντά ξύλινα ανθρωπάκια. Στην ουσία νάνους.

Μιλούσε μαζί τους και έβγαζε από μέσα του κάθε πίκρα ή χαρά την οποία ήθελε πάντα με κάποιον να μοιραστεί. Τους αφηγήθηκε περιστατικά της ζωής του που τον σημάδεψαν. Όποτε κάτι τον προβλημάτιζε, το συζητούσε μαζί τους ώσπου να καταλήξει σε ένα θετικό συμπέρασμα. Έμοιαζαν ζωντανά και αυτό οφειλόταν στα θαυματουργά χέρια του. Μερικές φορές, νόμιζε πως κάποιο από αυτά θα άνοιγε το στόμα του και θα του μιλούσε. Ένα από τα ανθρωπάκια είχε μακριά γένια, χαρούμενα μάτια και φορούσε σκουφί. Ένα άλλο καθόταν ήρεμο και χαλαρό φορώντας πιτζάμες και ονειροπολούσε με βλέμμα μαγεμένο. Ενώ κάποιο άλλο υπνοβατούσε με τα χέρια απλωμένα μπροστά. Ήταν οι φίλοι του και σκόπευε να φτιάξει κι άλλους.

Η ώρα ήταν περασμένη και ο Χρήστος είχε κουραστεί πολύ εκείνη την ημέρα. Ξάπλωσε αποκαμωμένος και κάλυψε τον εαυτό του με την κουβέρτα μέχρι το πιγούνι. Καθώς κόντευε να τον πάρει ο ύπνος, φωνές δυνατές και ζωηρές τον έκαναν να πεταχτεί ξαφνιασμένος. Δεν πίστευε στα μάτια του. Οι νάνοι περπατούσαν γύρω-γύρω και μιλούσαν πότε μεταξύ τους και πότε σε εκείνον. Το ύφος ομιλίας τους δεν ήταν φωτεινό και φαινόντουσαν προβληματισμένοι. Τι ήθελαν να του πούνε; Τι τους στεναχωρούσε; Κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει. Που δεν θα ησύχαζαν αν δεν του το γνωστοποιούσαν. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το κρεβάτι ενώ εκείνος δεν είχε προλάβει και μπορέσει ακόμα να σηκωθεί. Τους κοίταξε σιωπηλός. Ένας από τους νάνους του απευθύνθηκε ελαφρώς αυστηρά. Δεν θέλουμε να ξανακόψεις δέντρα για να μας φτιάξεις, είπε. Δεν θέλουμε να χάνονται ζωές για να γεννιόμαστε εμείς.

Ο Χρήστος άρχισε να τρέμει. Αυτό που του ζητούσαν ήταν αδύνατο να συμβεί. Τους είχε ανάγκη. Βλέποντας όμως τα δάκρυα στα μάτια τους άρχισε να συνειδητοποιεί ότι είχαν δίκαιο. Πράγματι, τόσο καιρό δεν το είχε καταλάβει, δεν το είχε νιώσει ότι τερμάτιζε τις ζωές δέντρων. Τα οποία δεν μπορούσαν να φωνάξουν πονεμένα αλλά πονούσαν όταν τα έκοβε. Σαν να διάβασαν τις σκέψεις του τα ανθρωπάκια επέστρεψαν σιωπηλά στις θέσεις που αυτός τα είχε βάλει, πήρανε τις αρχικές τους πόζες και έμειναν ακίνητα. Εκείνος τράβηξε την κουβέρτα από πάνω του και τα πλησίασε. Χάιδεψε με το χέρι τα κεφάλια τους. Τώρα έδειχναν και πάλι χαρούμενα. Όμως ο Χρήστος είχε πάρει μια απόφαση. Δεν επρόκειτο να κόψει άλλο δέντρο και να το σκαλίσει. Η δημιουργία αυτών των πλασμάτων από τον ίδιο έφερε στη ζωή του την ευτυχία. Και δεν σκόπευε να την σταματήσει αφού τόση δύναμη του έδινε.

Την επόμενη ημέρα ταξίδεψε στην πόλη παλεύοντας με την εσωστρέφεια και την ανάγκη του για απομόνωση. Αγόρασε πηλό. Πολύ πηλό. Και το ίδιο βράδυ, στην καλύβα του, έφτιαχνε καινούργιους φίλους. Οι οποίοι θα γινόντουσαν μια μεγάλη παρέα με τους ξύλινους προγόνους τους.

(Αντώνης Μπούζας)



Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Το παιδί του ονείρου

 

Κάποτε, ένας βασιλιάς είδε ένα παράξενο όνειρο που τον έκανε να πεταχτεί κάθιδρος. Ονειρεύτηκε ένα μικρό παιδί το οποίο τριγυρνούσε μέσα στο κρύο σαν αγρίμι πεινασμένο σωματικά και ψυχικά. Χτυπούσε πόρτες και ζητούσε να μπει για λίγο μέσα ώστε να ζεσταθεί και να του δώσουν λίγο φαγητό. Και όλες οι πόρτες έκλειναν. Άλλες σιγά και άλλες με δύναμη. Το παιδί συνεχώς έκλαιγε για λίγο και μετά σταματούσε. Ενώ πάντα ο βασιλιάς κοιμόταν, είδε έναν μεσήλικα που κάτι του θύμιζε. Καθόταν σε έναν θρόνο. Ζητούσε και του έφερναν μπροστά του τα πιο λαχταριστά φαγητά. Δεν κρύωνε καθόλου το σώμα του αλλά υπήρχε ένα τμήμα της ψυχής του το οποίο έτρεμε από το κρύο. Έπειτα, αφού είδε και αυτό, άκουσε στον ύπνο του μια φωνή που του είπε : αυτοί οι δύο πρέπει να είναι μαζί.


Το όνειρο του φάνηκε σταλμένο από κάποια ανώτερη δύναμη. Ζήτησε από τους μάντεις του παλατιού να του δώσουνε την ερμηνεία. Οι περισσότεροι είπαν πως τους ήταν αδύνατο. Κάποιοι προσπάθησαν να το ερμηνεύσουν αλλά βασιζόμενοι μόνο στην λογική και στην σκέψη τους και έκαναν λάθος. Υπήρχε όμως ένας γέρος μάντης που ζήτησε από τον βασιλιά διορία μιας ημέρας ώστε να μπορέσει να μάθει με τρόπο πνευματικό την ερμηνεία. Ο βασιλιάς περίμενε ανήσυχος να περάσει εκείνη η μέρα για να μάθει, όμως η μέρα δεν περνούσε. Κυλούσε αργά και σκληρά.


Το επόμενο πρωινό, ο γέρος μάντης παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά. Μου φανερώθηκε η ερμηνεία του ονείρου, του είπε αμέσως. Ο βασιλιάς κρεμάστηκε από τα χείλη του. Σύμφωνα με όσα του αποκάλυψε ο μάντης, το μικρό παιδί που είχε δει στον ύπνο του ήταν ο ίδιος πολύ πριν γίνει βασιλιάς. Τότε ζούσε φτωχικά όμως είχε ευαίσθητη ψυχή και καλοκαρδοσύνη. Ο άνθρωπος που ονειρεύτηκε καθισμένο στον θρόνο να ζει πλουσιοπάροχα ήταν φυσικά και πάλι ο εαυτός του στην τωρινή του ζωή. Η φωνή που του μίλησε στο τέλος ήθελε να του πει πως τα πλούτη και η εξουσία σκότωσαν την ευαισθησία του εντελώς και έπρεπε να ψάξει και να βρει εκείνο το παιδί. Που ακόμα υπήρχε μέσα του και τριγυρνούσε πεινασμένο μέσα στο κρύο.


Ο βασιλιάς, εκείνο το βράδυ, ξενύχτησε με ένα μπουκάλι κρασί. Σκεφτόταν πάρα πολλά. Στο βλέμμα του βασίλευε μια μελαγχολία. Όλοι οι άνθρωποι του παλατιού κοιμήθηκαν. Κάτω από ζεστά σκεπάσματα. Μόνο εκείνος παρέμεινε όρθιος, κουρασμένος και ανίκανος να ξεκουραστεί. Θυμόταν πόσο καλύτερη ήταν η προσωπικότητά του και πόσο ομορφότερη ήταν η ζωή του κάποτε. Αισθάνθηκε να νοσταλγεί την φτώχεια. Όσο παράλογο κι αν φαίνεται αυτό. Διότι τότε ήξερε να χαίρεται τα απλά πράγματα. Και να καταλαβαίνει την αξία τους. Αναρωτιόταν αν υπήρχε τρόπος να ξαναβρεί όσα του είχε στερήσει ο πλούτος. Κατά την διάρκεια της νύχτας, ξεκίνησε να χιονίζει. Υπήρχε μόνο ένα παράθυρο στο παλάτι που ήταν φωτισμένο. Από εκείνο το παράθυρο, φαινόταν η φιγούρα του βασιλιά καθισμένη και διαρκώς ακίνητη. Ένιωθε πως βρισκόταν κοντά στην λύση του προβλήματος που αντιμετώπιζε.


Την άλλη μέρα, χαμογελούσε όπως ποτέ άλλοτε. Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Μέσα σε ένα βράδυ, ο παλιός του εαυτός είχε συναντήσει τον καινούργιο. Μίλησαν και άκουσαν ο ένας τον άλλον. Έμαθε ο ένας τι ήταν αυτό που ήθελε ο άλλος. Και έτσι, ο βασιλιάς είχε αποφασίσει να κάνει κάτι ασυνήθιστο για άνθρωπο τόσο οικονομικά ισχυρό. Έδωσε την μισή του περιουσία στους φτωχούς και σε ιδρύματα για αρρώστους και αναπήρους. Αν την κρατούσε για τον ίδιο, ποιος ο λόγος ύπαρξής της, αφού δεν την χρειαζόταν για να ζήσει; Προτίμησε να την χρησιμοποιήσει για να προσφέρει κάτι στην κοινωνία. Όλο το βασίλειό του γέμισε χαρούμενες φωνές, επαίνους και εγκώμια για τον ευεργέτη τους. Και εκείνος τους άκουγε πλήρης ψυχικού πλούτου. Το μικρό παιδί δεν ξανακρύωσε και δεν ξαναπείνασε ποτέ.


Αντώνης Μπούζας



Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Ο πίνακας

Τα παιδιά πήγαιναν συχνά στο ακατοίκητο σπίτι του εξαφανισμένου δασκάλου, δεκατρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Πάντοτε χρησιμοποιούσαν το λεωφορείο για να γυρίσουν. Εκείνο το απόγευμα όμως το λεωφορείο καθυστερούσε πολύ. Και,κάποια στιγμή, ανήσυχοι και αγχωμένοι, συνειδητοποίησαν ότι θα έμεναν όλο το βράδυ εκεί. Γιατί το ραδιόφωνο του Νίκου τους ενημέρωσε για τη μεγάλη κατολίσθηση. Ο Νίκος, ο μεγαλύτερος ηλικιακά και γι αυτό αρχηγός της παρέας, προσπάθησε να τους καθησυχάσει. Ένα όμως από τα υπόλοιπα παιδιά παρέθεσε την πληροφορία ότι φήμες έλεγαν πως το σπίτι ήταν στοιχειωμένο. Ο Νίκος τότε χρησιμοποίησε τα λόγια του πατέρα του ώστε να αντικρούσει τα λεγόμενα του άλλου μέσα από μια ώριμη και λογική τοποθέτηση. Πράγμα το οποίο πέτυχε.

Αποφάσισαν ότι έπρεπε με κάποιο τρόπο να περάσουν την ώρα τους,μέχρι να βγει ο ήλιος. Ο Νίκος πρότεινε να εξερευνήσουν το σπίτι. Το εσωτερικό του οποίου ήταν το βασίλειο της σκόνης,των μικροβίων και των σκουληκιών. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν υπερβολικά πολλά σκουλήκια. “Λες και το σπίτι είναι ένα μεγάλο πτώμα”, παρατήρησε κάποιος. Σε ένα από τα δωμάτια, ανακάλυψαν έναν μεγάλο πίνακα και κιμωλίες. Προφανώς, ο δάσκαλος έκανε ιδιαίτερα και στο σπίτι του. Έτσι,σύντομα βρέθηκαν καθισμένοι γύρω από το εύρημά τους να παίζουν κρεμάλα. Ο Νίκος είχε βάλει τη λέξη “μεσαιωνική συγχρονικότητα”. Την είχε ακούσει σε μια εκπομπή για μεγάλους. Ξεκαρδιζόταν στα γέλια, καθώς οι φίλοι του έσπαγαν το κεφάλι τους για να τη βρουν και εκνευρίζονταν. Είχε σχεδιάσει σχεδόν ολόκληρη τη μορφή πάνω στην κρεμάλα και τους απέμενε μονάχα μια ευκαιρία. Τα παιδιά κοιτούσαν τη λέξη ζαλισμένα. Ο Νίκος καμάρωνε για τη νίκη του και χαμογελούσε αυτάρεσκα. Ωστόσο ξαφνικά συνέβη κάτι που τον έκανε να τσιρίξει. Μια λεπτή φωνούλα ακούστηκε,προφέροντας ολοκάθαρα τη λέξη “μεσαιωνική συγχρονικότητα”. Αμέσως προκλήθηκε αναστάτωση. Ένα επιφώνημα δέους απλώθηκε σε όλο τον χώρο. Καθένας ρωτούσε τον διπλανό του αν είχε ακούσει κι εκείνος τον ανατριχιαστικό και σάπιο λόγο. Όλοι τους παραδέχθηκαν ότι μόλις είχαν γίνει μάρτυρες ενός ανεξήγητου γεγονότος,ενώ ένας τους ισχυρίστηκε με φωνή που έτρεμε πως είδε τη μορφή στην κρεμάλα να ανοίγει το στόμα της. Στο άκουσμα αυτής της μαρτυρίας,επικράτησε ατμόσφαιρα χάους και έντασης. Ο Νίκος τους ύψωσε τον τόνο, επιπλήτωντάς τους. Αντιτάχθηκε στον έκδειλο εκστασιασμό που ενέπνεε την παρέα λέγοντας ότι αυτός δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα. Ένα από τα παιδιά,που δε μπορούσε άλλο να συγκρατήσει την οργή του,του απάντησε με εμπαιγμό: “ε,τότε έχασες! Η λέξη είναι 'μεσαιωνική συγχρονικότητα'!”. Ο Νίκος κοίταξε το πλήθος με μάτια πλημμυρισμένα από κακία και μίσος. Αναγκάστηκε όμως να παραδεχθεί την ήττα του. 

Το παιχνίδι τερματίστηκε. Κανείς τους δεν μπορούσε να ξεπεράσει το μεταφυσικό συμβάν. Έτσι αποφάσισαν να πειραματιστούν με τον πίνακα αφήνοντας τον Νίκο σε μια γωνία να βγάζει διάλεξη εκφράζοντας την αντίθεσή του. Ο Φώτης που ήταν, αν και μικρός, πολύ ταλαντούχος στη ζωγραφική γέμισε την επιφάνεια του πίνακα με το πρόσωπο του εξαφανισμένου δασκάλου. Στη συνέχεια, άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να ρωτάνε απευθυνόμενοι στη ζωγραφιά και στον άνθρωπο που αυτή απεικόνιζε εάν βρισκόταν το πνεύμα του εκεί μαζί τους. Καμιά απόκριση. Τα χείλη κρατήθηκαν ασάλευτα και παρέμειναν έτσι όσο κι αν βαστούσε η επιμονή των παιδιών. Υπήρχε όμως κάτι στα μάτια του που δεν άρεσε στον Φώτη. Κάτι σκοτεινό. Ήταν σίγουρος πως δεν τα είχε σχεδιάσει έτσι. Ένας μακρινός κρότος ήρθε να τους παγώσει το αίμα και να τους κάνει να κατευθυνθούν σε κάποιο άλλο δωμάτιο για να ανακαλύψουν την πηγή του. Ο Φώτης όμως παρέμεινε μπροστά στη ζωγραφιά του αγνοώντας τους. Μέσα στην απόλυτη μυσταγωγία της στιγμής,ήρθε η ώρα που ήταν πεπεισμένος ότι το πρόσωπο ήταν ζωντανό. Για να επιβεβαιώσει εκείνο τις πεποιθήσεις του άνοιξε τα αυστηρά του χείλη και γέμισε τον χώρο με τη βαριά,βροντώδη φωνή του. Είπε στον Φώτη ότι ήταν σπουδαίος ζωγράφος και ότι τον περίμενε ένα λαμπρό μέλλον. Ακόμη του αποκάλυψε πως είχε δολοφονηθεί. Η σύντροφός του τον είχε σκοτώσει μαζί με τον εραστή της και τον είχαν θάψει. Ο Φώτης δε μπορούσε να αντιδράσει στο απόκοσμο γεγονός που βίωνε. Η όψη του φαντάσματος τον υπνώτιζε. Ο λόγος του τον καθήλωνε και τον καθιστούσε ανίκανο να αντιδράσει. Κάποτε η μορφή έπαψε να μιλά και να δίνει σημεία ζωής. 

Οι υπόλοιποι μπήκαν στο δωμάτιο ανακοινώνοντας ότι ο κρότος δεν προκλήθηκε από κάτι ασυνήθιστο. Ο Φώτης με μάτια διάπλατα ανοιχτά και με φωνή γεμάτη τρόμο τους διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί κατά την απουσία τους. Κάποιοι γέλασαν. Άλλοι έμειναν να τον κοιτάζουν αμήχανα και με φόβο που τους γεννούσε όχι κάποιο φάντασμα, αλλά το ίδιο το άτομό του. Ο Νίκος φώναξε άγρια. Του είπε ότι ήταν ψυχοπαθής. Άρρωστος. Και ότι σύντομα θα έπρεπε να τον κλείσουν σε κανένα ψυχιατρείο. Ο Φώτης ίδρωσε. Αντιλήφθηκε αυτό που πάντα γνώριζε,αλλά συνήθως απέφευγε να δει. Ότι ο φίλος του έκρυβε μέσα του ένα θηρίο,το οποίο ήταν ικανό να σε κατασπαράξει,εάν του δινόταν η ευκαιρία. Απευθύνθηκε στη ζωγραφιά του παρακαλώντας την να ξαναμιλήσει. Την ικέτευσε. Έπεσε στα γόνατα. Ο Νίκος τον ειρωνεύτηκε. Αρκετοί φίλοι του, γέλασαν. Εκείνος άρχισε να κλαίει. Μια φωνή από το πλήθος τον υπερασπίστηκε ότι μάλλον είχε κουραστεί πολύ και το μυαλό του λειτουργούσε περίεργα,αλλά σύντομα θα ήταν και πάλι καλά. Ο Φώτης κοίταξε απελπισμένος τα παιδιά. Αισθάνθηκε ξαφνικά ότι ποτέ δεν τους ένωνε τίποτα κοινό. Ήταν άνθρωποι βρωμεροί. Κι αυτός εύθραυστος σαν το μυρμήγκι μπροστά στην αρβύλα. Ο Νίκος προσποιήθηκε ειρωνικά ότι είχε πλέον πειστεί. Στάθηκε μπροστά από τον πίνακα και άρχισε να υποκρίνεται μια φανταστική συνομιλία με το πρόσωπο κατά την οποία το προέτρεπε να πάει στην αστυνομία, με ή χωρίς τον πίνακα,για να δώσει κατάθεση χώνοντας στη φυλακή τους φονιάδες του.  Κι ότι δεν ωφελούσε σε τίποτε να το αποφεύγει. Όσο πιο γρήγορα γινόταν τόσο το καλύτερο. “Εντάξει; Θα πάει;” ρώτησε ένα παιδί. Ο Νίκος γύρισε την πλάτη του στον πίνακα και τους ανακοίνωσε έκπληκτος ότι τόσο φλύαρο φάντασμα δεν είχε ξαναδεί.

Ξάφνου ένιωσε κάτι να του τυλίγει το λαιμό. Το ύφος του άλλαξε με τον πιο βίαιο τρόπο. Το ίδιο και των υπολοίπων. Ο Φώτης αντίθετα ξέσπασε σε ένα άγριο γέλιο. Το χέρι του δασκάλου είχε βγει μέσα από τον πίνακα και κράταγε σφιχτά τον λαιμό του Νίκου. Μια φωνή βουτηγμένη στο θυμό και την οργή ούρλιαξε στο αυτί του νεαρού ότι ήταν το πιο κακομαθημένο και άτακτο αλητάκι που είχε γνωρίσει ποτέ του και ότι δε σεβόταν ούτε τους νεκρούς. Είπε κι άλλα λόγια εξίσου φορτισμένα. Το σώμα του Νίκου παλλόταν αλλόκοτα από τον πανικό. Όταν κάποια στιγμή το πνεύμα ηρέμησε,έκλεισε την επίπληξη λέγοντάς του να του γίνουν μάθημα όσα είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ και πως με μια πιο σωστή εκπαίδευση θα γινόταν ένα χρήσιμο μέλος για την κοινωνία. Έπειτα έκανε παύση. Ξαναμίλησε με χαρούμενο τόνο λέγοντας στον Νίκο ότι παρ' όλα αυτά η ιδέα του ήταν πολύ καλή. Ότι θα πήγαινε στην αστυνομία αύριο κιόλας να καταθέσει και να παραδώσει στη δικαιοσύνη τους δολοφόνους του. Τους πρότεινε μάλιστα το επόμενο πρωί να πάρουν μαζί τους τον πίνακα με το πρόσωπό του και να τον μεταφέρουν στο τμήμα. Ο Φώτης τον διαβεβαίωσε ότι έτσι ακριβώς θα γίνει,ενώ ο Νίκος σωριαζόταν στο πάτωμα άσπρος σαν το πτώμα.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ο ταξιδιώτης

Ο βασιλιάς συγκέντρωσε τριγύρω του τις τρεις του θυγατέρες. Τους είπε ότι θα έφευγε για ένα μεγάλο ταξίδι. Ότι θα έλειπε για χρόνια. Αλλά, όταν επέστρεφε, θα έφερνε στην καθεμιά τους από ένα δώρο. Η πρώτη, η πιο μοχθηρή κι ανασφαλής, ζήτησε ένα πνεύμα. Ένα πνεύμα παντοδύναμο, αλλά και αδίστακτο μπροστά στο καθετί, καλό ή κακό, που θα του ζητούσε ο ιδιοκτήτης του. Η δεύτερη, η πιο ματαιόδοξη, του ζήτησε μια φημισμένη αλοιφή που λέγανε ότι ήταν τόσο μαγική που σε έκανε να δείχνεις για πάντα νέος ή νέα. Η τρίτη κόρη όμως, η μικρότερη, ήταν η πιο φιλοσοφημένη απ' όλες. ¨Εγώ θέλω εσένα¨, του είπε. ¨Εσύ θα 'σαι το δώρο μου¨. Οι άλλες δυο την αγριοκοίταξαν γιατί τις έκανε να φανούν άκαρδες και σκληρόπετσες και τις εξέθεσε. Ο βασιλιάς αναχώρησε από τη χώρα.

Πέντε χρόνια ήταν άφαντος και κανείς δεν είχε μάθει νέα του. Οι δύο κόρες κακομεταχειρίζονταν την μικρότερη. 
Την μαστίγωναν, την έδερναν και βάλανε έναν χωρικό να τη βιάσει. Ο βιασμός απέτυχε, διότι το παιδί απεδείχθη διαολάκι, καθώς τον ευνούχισε μ' ένα σπαθί του πατέρα της. Βέβαια ήταν τέτοια η τρομάρα που πήρε, που από τότε και στο εξής φοβόταν ακόμα και τη σκιά της.

Στο τέλος αυτών των πέντε σκοτεινών ετών, αγγελιοφόρος είπε ότι ο πατέρας τους βρισκόταν ήδη καθ' οδόν για το βασίλειό του. Είχε κιόλας περάσει τα σύνορα. Παρ' όλα αυτά, την άλλη μέρα, έφτασε στο παλάτι ένα ξύλινο κιβώτιο, το οποίο περιείχε τα δώρα του βασιλιά, αλλά ο ίδιος δεν ήρθε. Και το πιο παράδοξο είναι ότι δεν ήρθε ούτε την επόμενη μέρα ούτε τη μεθεπόμενη. Όπως και να 'χε, οι δυο μεγάλες κόρες ήταν απόλυτα χαρούμενες γιατί ό,τι θέλανε το είχαν. Η ματαιόδοξη κόρη πήρε την κρέμα της και πασάλειψε μ' αυτήν όχι μόνο το πρόσωπο, αλλά και ολόκληρο το σώμα, από την κορυφή ως τα νύχια. “Τώρα θα μείνω για πάντα όμορφη και ποθητή”, είπε και σήκωσε τη μύτη της ακόμα πιο ψηλά. Η άλλη κόρη βρήκε μέσα στο κιβώτιο, δίπλα στο κουτί με την κρέμα, ένα δαχτυλίδι με πετράδι μαύρο. Μάντεψε ότι επρόκειτο για το σπίτι του πνεύματος κι έτσι το φόρεσε στο χέρι της. Η μικρή, μόλις το είδε, ανατρίχιασε. 

Το ίδιο βράδυ, όταν οι τρεις κόρες κατέβηκαν από τα δωμάτιά τους για να δειπνήσουν, η μικρή παρατήρησε έντρομη ότι το βλέμμα της κόρης με το δαχτυλίδι είχε παραμορφωθεί τερατωδώς. Τα μάτια της ήτανε φιδίσια. Η φωνή της έμοιαζε με ζώου, αλλά συγχρόνως ψιθυριστή. Ενώ τρώγανε, ανακοίνωσε στις άλλες δύο ότι κάποια τους είχε κλέψει ένα από τα φορέματά της. Κι ότι η κλέφτρα θα βρισκόταν σύντομα στο μπουντρούμι. Αμέσως μετά, διέταξε τους φρουρούς να ψάξουν τα δωμάτια. Η μικρή ήταν σίγουρη για την καταδίκη της. Ενώ εξακολουθούσαν να τρώνε, ένας φρουρός άρχισε να φωνάζει ότι το φόρεμα βρέθηκε. Η κόρη με το δαχτυλίδι διέταξε να συλληφθεί η ένοχος. Έτσι, οι φρουροί άρπαξαν απ΄ τα χέρια κι απ΄ τα πόδια την ματαιόδοξη κόρη και την οδήγησαν στο μπουντρούμι. Η μικρή είχε μείνει άναυδη. Κοίταξε μπερδεμένη την αδερφή της. Την επόμενη στιγμή, άκουσε μέσα στο κεφάλι της την αλλοιωμένη φωνή της να λέει ¨ο θρόνος είναι δικός μου!¨. Το παιδί ανέβηκε στο δωμάτιό του με προσποιητή ηρεμία και εσωτερική ασφάλεια και κλειδώθηκε εκεί μέχρι να ξημερώσει. 

Πέρασε μια βδομάδα κατά την οποία η μικρή κόρη υποκρινόταν την υπάκουη και την πιστή απέναντι στην αδερφή της που είχε αρχίσει ν' ανάβει τα κεριά και να γεμίζει τα ποτηριά μόνο με τη σκέψη της. Κάποια στιγμή, το παιδί δοκίμασε να πιεί από το μυστηριώδες περιεχόμενο. Δεν ήταν κρασί. Μα ούτε και κάποιο άλλο γνωστό πότο. Είχε μια γεύση περίεργη. Ένα βράδυ, απ' τα μπουντρούμια έφτασε μια κραυγή τόσο εφιαλτική και φρικώδης που οι φρουροί έτρεξαν έντρομοι για να βρουν την κρατούμενη σε μια κατάσταση που ο μεγαλύτερος ιατροδικαστής θα έχανε τα λογικά του. Με μάτια ορθάνοιχτα την παρακολούθησαν μέχρι ν' αφήσει την τελευταία της πνοή. Ο θάνατος οφειλόταν, σύμφωνα με τη μελέτη της σορού, μάλλον στην παράξενη αλοιφή. Η κόρη με το δαχτυλίδι διέταξε το πτώμα να ριχτεί στην πυρά. Από την άλλη μέρα κι έπειτα, η μικρή είχε τρομοκρατηθεί. Κι αυτό διότι η αδερφή της, την κοιτούσε με βλέμμα αινιγματικό. Το δίχως άλλο, κάτι είχε στο μυαλό να της κάνει.

Ώρα νυκτός και ενώ η μικρή κοιμότανε κλειδαμπαρωμένη στο δωμάτιο της, το κλειδί γύρισε από μόνο του και τελικώς η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Μια σκιά εισχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου που δεν θύμιζε τίποτα το ανθρώπινο. Όταν η σκιά αυτή άγγιξε το παιδί, εκείνο πετάχτηκε όρθιο με μάτια βουρκωμένα. Μπροστά της βρισκόταν ό,τι είχε απομείνει από την αδερφή της ενσωματωμένο σε μια φρικωδία δίχως προηγούμενο. Μια κατάμαυρη μάζα με δυο κόκκινες τρύπες στην κορυφή την κοίταζε και τη ζύγωνε όλο και πιο πολύ. Η μικρή προσπάθησε να τρέξει. Αλλά ολόκληρό της το κορμί είχε παραλύσει. Το τέρας βρυχήθηκε. Με μια κίνηση την άρπαξε απ' τα μαλλιά και την σήκωσε στον αέρα. Ξαφνικά, από τις πιο σκιώδεις γωνιές αυτού του δωματίου ξεπρόβαλε μια άλλη μορφή. Υλική και συγχρόνως άυλη. Πλησίασε με βήμα αργό. Ήταν ένας άντρας λευκός σαν το πανί και με δυο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών του. Η μικρή κόρη άφησε ένα μεγάλο δάκρυ να κυλίσει σαν ποτάμι σε κοιλάδα. Ήταν ο πατέρας της. Είχε φέρει το δώρο που του είχε ζητήσει. Ακούμπησε με το χέρι του την κεφαλή του θηρίου κι εκείνο διαλύθηκε μεμιάς σε μύρια μαύρα κοράκια. Πήρε στα χέρια του την κόρη του και την μετέφερε στο κρεβάτι. Εκείνη δε φοβότανε. Την σκέπασε με την κουβέρτα και το βασανισμένο του κορμί αναπαύτηκε στο πλάι της ενώ αυτός της τραγουδούσε νανουρίσματα που είχε χρόνια να ακούσει. Οι φρουροί έτρεξαν, αλλά δεν βρήκαν παρά μόνο το παιδί να τραγουδάει ξαπλωμένο ένα τραγούδι παιδικό που κάπου το 'χαν ξανακούσει.

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Οι μάσκες

Η Μαρία είχε αγοράσει δυο μάσκες. Κανονικά μια θα φορούσε, αλλά δεν είχε αποφασίσει ποια ήταν η πιο τρομακτική. Τις είχε ακουμπισμένες επάνω στο γραφείο της τη μια δίπλα στην άλλη και τις κοιτούσε διαρκώς με όλο και αυξανόμενο προβληματισμό. Απάντηση δεν μπορούσε να βρει.

Η μάσκα του ξωτικού ήταν ύπουλα ανατριχιαστική σε αντίθεση με αυτή του λυκανθρώπου που βρυχόταν και έδειχνε τα δόντια της. 

Σε φόβιζε, άλλα δεν μπορούσες να καταλάβεις πως το έκανε. Αυτήν θα επέλεγε εάν η φάρσα της επρόκειτο να γίνει εναντίον σκεπτόμενων ατόμων. 
Ο μέσος άνθρωπος, όμως, ήξερε καλά πως προτιμούσε τα "πυροτεχνήματα", τόσο στον τρόμο όσο και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς.

Εξέφραζε δυνατά τις σκέψεις της κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι μάσκες να τις ακούνε. Όσο φούσκωνε από υπερηφάνεια η μάσκα του λυκανθρώπου επειδή μάλλον τελικά αυτήν θα επέλεγε, άλλο τόσο έσφιγγε τα δόντια της με οργή αυτή του ξωτικού νιώθοντας την αδικία στο πετσί της.

Ο λυκάνθρωπος δε δίσταζε να ικανοποιεί τον εγωισμό και την αλαζονεία του σε εικοσιτετράωρη βάση διαταράσσοντας την ψυχική γαλήνη του ξωτικού με ειρωνείες και πειράγματα που είχαν σαν στόχο να το μειώσουν. Το ξωτικό ήξερε ότι κατά βάθος ο αντίπαλός του το ζήλευε, γιατί γνώριζε ότι τον επέλεγαν λόγω ευνοϊκών συνθηκών και όχι επειδή πραγματικά το άξιζε. Σύντομα το ξωτικό δεν μπορούσε να αμύνεται σιωπηλά στις επιθέσεις. 
Έτσι, άρχισε να απαντάει.

Κάποια μέρα, μην αντέχοντας άλλο αυτή την κατάσταση ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, αποφάσισαν να κάνουν ένα είδος μονομαχίας. Να προσπαθήσουν να νικήσουν στην πράξη ο ένας τον άλλο πραγματοποιώντας επίθεση τρόμου στην ιδιοκτήτριά τους, η οποία εξάλλου ήταν και η υπεύθυνη για όλη αυτή την κατάσταση. Θα την τρομάζανε βάζοντας όλη τους την τέχνη και προσπαθώντας να της προξενήσουν όσο μεγαλύτερη ζημιά γινόταν.

Έτσι, όταν αργά το απόγευμα η Μαρία επέστρεψε στο σπίτι της, η μάσκα του λυκανθρώπου την περίμενε πίσω από την πόρτα μες στο πηχτό σκοτάδι. Χύμηξε πάνω της με τέτοια αγριότητα που η Μαρία λιποθύμησε. Ο λυκάνθρωπος αισθάνθηκε ότι ξεπέρασε τα όρια, άλλα δεν ένιωσε καθόλου άσχημα. Του άρεσε που εκδικούνταν μ' αυτό τον τρόπο το μήλο της έριδος. Ο θυμός του είχε εκτονωθεί λιγάκι.

Μόλις η Μαρία άρχισε να συνέρχεται, το ξωτικό στάθηκε ακριβώς από πάνω της. Κόλλησε τη μούρη του επάνω στη δική της και η γλώσσα του όρμηξε στο πρόσωπό της.
Η Μαρία ούρλιαξε και χτύπησε με το χέρι της τη μάσκα. Στη συνέχεια, πετάχτηκε όρθια φωνάζοντας και κλαίγοντας. Έτρεξε στην τουαλέτα, σκεπτόμενη ότι εκεί είχε το σπρέι για τα μαλλιά της το οποίο ίσως μπορούσε να χρησιμοποιήσει σαν όπλο εναντίον των πλασμάτων. Μπήκε μέσα και έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της. Την κλείδωσε κιόλας.

Πήγε στον νιπτήρα και έβαλε το πρόσωπό της κάτω από τη βρύση. Καθώς το νερό έπεφτε πάνω της παγωμένο, επέστρεφε η ψυχραιμία της και η λογική. Ηρεμούσε. 
Ξαφνικά όμως η μάσκα του λυκανθρώπου που βρισκόταν μαζί της στην τουαλέτα χωρίς να την έχει πάρει είδηση, της επιτέθηκε από πίσω, πιέζοντάς της το κεφάλι μέσα στον γεμάτο νερό νεροχύτη. Η Μαρία δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Η δύναμη που της ασκούσε ήταν πολύ μεγάλη. Ένιωσε να πνίγεται. Πάλευε να γλιτώσει αλλά μάταια. Το οξυγόνο της τελείωνε και από στιγμή σε στιγμή θα εισέπνεε νερό. Τότε ήταν που η μάσκα ελάττωσε την πίεση και υποχώρησε γρυλίζοντας ευχαριστημένη, καθώς η κοπέλα σωριαζόταν κάτω μούσκεμα με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή.

Μέχρι στιγμής, ο λυκάνθρωπος προηγούνταν και η μάσκα του ξωτικού δεν ήθελε να χάσει τον αγώνα. Αποφάσισε ότι έπρεπε να την σκοτώσει με την τρομάρα που θα της έδινε. Μόνο έτσι θα διόρθωνε την μεγάλη ζημιά που είχε υποστεί η αυτοεκτίμησή του,
λόγω αυτής της ιστορίας. Άρχισε να φουσκώνει. Φούσκωνε διαρκώς. Όλο και πιο πολύ. Ήθελε να γίνει όσο πιο μεγάλη μπορούσε.

Ο λυκάνθρωπος περίμενε την Μαρία κρυμμένος και, όταν αυτή βγήκε από την τουαλέτα κρατώντας στα χέρια της ένα ψαλίδι, την ακολούθησε χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Η γυναίκα άρχισε να ψάχνει το σπίτι. Έμπαινε σε κάθε σκοτεινό δωμάτιο με τρομερή αγωνία και άναβε τα φώτα αστραπιαία. 
Η καρδιά της κόντευε να εκραγεί. Παλλόταν σαν τρελή μες στο στήθος της.

Ο λυκάνθρωπος ήταν αποφασισμένος αυτή τη φορά να την ξεκάνει. Μόνο έτσι θα νικούσε την άλλη μάσκα, μια για πάντα. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Οι κινήσεις του ήταν μελετημένες πάρα πολύ προσεκτικά. Έπρεπε να χτυπήσει δυνατά. 
Να την θερίσει.

Η Μαρία έφτασε στη μεγάλη της κάμαρα και στάθηκε ακίνητη στο σκοτάδι. Ένιωθε μάζες αέρα να πέφτουν πάνω της, εμποδίζοντάς την σχεδόν να αναπνεύσει. Κι όμως. Η μπαλκονόπορτα ήταν κλειστή. Γεμάτη περιέργεια, άναψε το φως και βρέθηκε μπροστά σε ένα θέαμα που την έκανε να γίνει κάτασπρη από το φόβο της.
Η μάσκα του ξωτικού είχε γίνει τεράστια.
Γέμιζε ολόκληρο το δωμάτιο. Η γυναίκα αισθάνθηκε την αναπνοή της να κόβεται. Το ξωτικό της χαμογέλασε με τα σαπισμένα του δόντια. Την κοίταξε εκφράζοντας στο βλέμμα του όλο το μίσος που είχε μέσα της η κατάμαυρή του ψυχή.

Η Μαρία προσπάθησε να τρέξει, αλλά ένιωσε τα πόδια της να κόβονται και έπεσε στο πάτωμα. Έμεινε να κοιτάζει τη μάσκα με το αίμα παγωμένο. Την επόμενη στιγμή, η μάσκα του λυκανθρώπου πετάχτηκε πάνω της και την δάγκωσε στο σβέρκο. 
Η Μαρία ούρλιαξε με τρόμο και έπειτα σωριάστηκε κάτω νεκρή. 
Η καρδιά της δεν είχε καταφέρει να αντέξει.

Οι δυο μάσκες στάθηκαν η μια απέναντι στην άλλη και κοιτάχτηκαν με βλέμμα θανάσιμο. Η μάσκα του λυκανθρώπου ζήτησε από αυτή του ξωτικού να παραδεχθεί την ήττα της. 
Εκείνη όμως της απάντησε με φωνή που έσταζε φαρμάκι ότι χωρίς την δική της επίθεση τίποτα δε θα είχε γίνει. Αυτή είχε νικήσει. Η άλλη ήταν ένα τίποτα. Ένα μηδενικό. Ένα σκουπίδι. Κοίταξαν με μίσος που ξεχείλιζε από τα μάτια τους η μια την άλλη και όρμηξαν με λύσσα.

Η μάσκα του λυκανθρώπου έκανε κομμάτια αυτήν του ξωτικού μην καταφέρνοντας ωστόσο να αποτρέψει την θανάσιμη αιμορραγία που της προκλήθηκε, όταν η μάσκα του ξωτικού την πλάκωσε. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και όπως σε κάθε πόλεμο δεν υπήρχε νίκη. Μόνο θάνατος.

Αντώνης Μπούζας

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Χρώμα

Υπήρχε κάποτε ένας καλλιτέχνης των Κόμικς ,ο οποίος σχεδίαζε διάφορες μορφές στο τετράδιό του. Μορφές από άλλους κόσμους, ιδανικές. Ο καλλιτέχνης όμως δεν τις φρόντιζε ιδιαίτερα. Τουλάχιστον όχι έτσι, όπως θα έπρεπε. Το σημαντικότερο πράγμα που τους στερούσε ήταν το χρώμα.
Πολλές εξ αυτών βασανίζονταν διαρκώς από αυτό το παράπονο . Συζητούσαν μεταξύ τους και προσπαθούσαν να σκεφτούν μια λύση στο μεγάλο τους πρόβλημα. Ανάμεσά τους υπήρχε η φιγούρα ενός αστροναύτη, η οποία συχνά τους πρότεινε να δραπετεύσουν από το τετράδιο του δημιουργού τους και να αναζητήσουν την λύτρωση πέρα από τα σύνορα της πραγματικότητας που είχαν συνηθίσει. Καμιά δεν ήθελε να την ακούσει. Την χαρακτήριζαν τρελή. Ίσως και να ήταν. Η ίδια όμως το είχε πάρει απόφαση ότι δεν θα έμενε για πολύ εκεί.
Και ένα πρωινό, πριν ξυπνήσει ο καλλιτέχνης, πριν ξυπνήσει και ούτε μια από τις υπόλοιπες μορφές, η φιγούρα του αστροναύτη έδωσε ένα σάλτο και πήδηξε έξω από το ανοιχτό τετράδιο.
Κοίταξε πίσω της με περηφάνια και ανακούφιση. Ίσως και λίγη θλίψη, μιας και εκείνη τη στιγμή αποχαιρετούσε ίσως και για πάντα το σπίτι της, άλλα και την οικογένειά της.
Έπειτα, έστρεψε το πρόσωπό της προς τα εμπρός και προχώρησε.
Αναρωτιόταν που θα μπορούσε να βρει αυτό που τόσο λαχταρούσε, λίγο χρώμα για να βάψει το λευκό κορμί της. Ήταν πραγματικά μεγάλη ντροπή να υπάρχει σε έναν κόσμο χρωμάτων με το πιο απαξιωμένο από όλους χρώμα.
Περπατούσε από δω κι από κει μες στο δωμάτιο του νεαρού σκιτσογράφου, παρατηρώντας προσεκτικά τριγύρω της και προσπαθώντας να ανακαλύψει τη δική της Ιθάκη.
Κάποτε,παρατήρησε τους μεγάλους μαρκαδόρους που δέσποζαν απάνω στο γραφείο, μέσα σε φλιτζάνια του καφέ όπου και τους αναζητούσε ο καλλιτέχνης, όποτε τους χρειαζότανε, αν τους χρειαζότανε ποτέ. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Αυτή ήταν η λύση. Είχε ήδη φτάσει στον προορισμό της.
Σκαρφάλωσε στην επιφάνεια του γραφείου. Ευθύς έφτασαν στ' αυτιά της τα χαχανητά των διαφόρων παρατηρητών της τιποτένιας της όψης. Μαρκαδόροι, μολύβια, βιβλία, και μια σελίδα, λευκή κάτω από άλλες περιστάσεις, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση στολισμένη με μια μεγάλη μουτζούρα . Όλοι αυτοί γελούσαν εις βάρος της.
Τους αγνόησε επιδεικτικά, επιδιώκοντας έτσι να πάρει μια μικρή εκδίκηση, και πλησίασε έναν ανοιχτό γαλάζιο μαρκαδόρο που είχε ξαπλώσει σε μια γωνιά και ο οποίος, όλως παραδόξως, δεν γελούσε.
Του ζήτησε να την βάψει. Το γαλάζιο ήταν το χρώμα των ονείρων της. Δεν υπήρχε περίπτωση, σκεφτόταν, να της αρνηθεί. Τι θα του κόστιζε εξάλλου;
Ο μαρκαδόρος όμως παρέμεινε σιωπηλός. Η φιγούρα του αστροναύτη επανέλαβε με δυνατότερη φωνή. Τότε ο μαρκαδόρος την κοίταξε με βλέμμα που φανέρωνε την μεγαλύτερη περιφρόνηση που θα μπορούσε να υπάρξει και είπε απλά ότι δεν ήταν διατεθειμένος να ξοδέψει έστω και λίγο από το πολύτιμο χρώμα του για κείνη.
Η φιγούρα ένιωσε να της κόβονται τα πόδια. Με το κεφάλι σκυμμένο τράπηκε σε φυγή. Άκουσε πίσω της τα γέλια και τις κοροϊδίες για τελευταία φορά και κατέβηκε σχεδόν κουτρουβαλώντας από το μέρος εκείνο που θύμιζε κολαστήριο. Κατά βάθος όμως ήξερε ότι το κολαστήριο το κουβαλούσε μέσα της.
Η φιγούρα έμεινε ξαπλωμένη με το πρόσωπό της χωμένο στην επιφάνεια του χαλιού να κλαίει με λυγμούς. Με τι μεγάλη κατάρα την είχε φορτώσει ο δημιουργός της; Μήπως τελικά θα ήταν καλύτερο για κείνη να είχε μείνει στο τετράδιο μαζί με τους όμοιούς της; εξάλλου, σε έναν κόσμο μετριότητας, ο μέτριος δεν είναι πιο κάτω από τους άλλους.
Ενώ έκλαιγε, άκουσε κάτι να κινείται δίπλα της. Πετάχτηκε όρθια και αντίκρισε μια τεράστια σκιά. Ερχόταν πάνω απ' το κρεβάτι.
Ήταν η σκιά του καλλιτέχνη. Αυτή δεν κοιμόταν, όπως ο ιδιοκτήτης της. Όταν αυτός απουσίαζε, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνη έκανε πάρτι. Δεν βρισκόταν πλέον κάτω από την εξουσία του.
Η φιγούρα έμεινε να την κοιτάζει σκεφτική. Το κλάμα της σταδιακά σταμάτησε. Μια τρελή ελπίδα γεννήθηκε μέσα στη ψυχή της.
Κάθισε και διηγήθηκε όλη την ιστορία της στη σκιά. Ύστερα τη ρώτησε αν ήταν εκείνη περήφανη για το χρώμα της που στη γλώσσα των καλλιτεχνών ήτανε σύμβολο όλων των σκοταδιών στον κόσμο και εάν θα ήταν διατεθειμένη να το αλλάξει με το δικό της.
Η σκιά την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Φυσικά και θα το έκανε, της αποκρίθηκε. Δεν το ήθελε πάνω της ούτε λεπτό πλέον. Απλά, εδώ και καιρό, το υπέμενε.
Η φιγούρα χάρηκε απίστευτα. Άρχισε να νιώθει πολύ πιο όμορφα απ' ότι ένιωθε πριν από λίγο.
Έδωσαν λοιπόν τα χέρια και πήραν η μια το χρώμα της άλλης.
Ενθουσιάστηκε η φιγούρα με το καινούργιο της χρώμα. Το οποίο δεν ήταν συνώνυμο της κενότητας και της μηδαμηνότητας, αλλά αντίθετα του φόβου και της δύναμης που αυτός μπορούσε να δώσει.
Δεν ήταν πια το μυρμήγκι, αλλά ο γίγαντας. Ο κυνηγός. Ο αφέντης.
Ανέβηκε επάνω στο γραφείο, αυτή τη φορά με άλλο αέρα. Τρομοκράτησε μέχρι θανάτου τον γαλάζιο μαρκαδόρο και όλους τους υπόλοιπους παρόντες.
Είχε τυφλωθεί απ' το μίσος. Έτρεξε σ' όλο το σπίτι. Παντού υπήρχαν υποψήφια θηράματα της μανίας του.
Στο τέλος της ημέρας, επέστρεψε πίσω στο τετράδιο να την θαυμάσουν οι παλιοί της σύντροφοι. Εκείνοι, μόλις την είδαν, φρίκη κυρίευσε το μυαλό τους. "Θεέ μου! είναι μολυσμένος! είναι μολυσμένος!", ξέσπασαν όλοι τους.
Η φιγούρα αναρωτήθηκε αν έπρεπε να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ύστερα, κατάλαβε.
Δεν υπήρχε πια γι αυτήν σπίτι.
Τα λευκά πλάσματα την περικύκλωσαν. Την έδεσαν χειροπόδαρα και την περιέφεραν για ώρα, χλευάζοντάς την και γελώντας με κακία.
Σε μερικές ώρες, ήταν κιόλας νεκρή.

(Αντώνης Μπούζας)

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Το μαγικό μαξιλάρι

Μια φορά κι έναν καιρό ένας ταξιδιώτης σταμάτησε σ΄ένα ξενοδοχείο για να περάσει τη νύχτα του. Ζήτησε το καλύτερο δωμάτιο κι ο ξενοδόχος τον χτύπησε στο ώμο, του χαμογέλασε πονηρά και του είπε ότι είναι πάρα πολύ τυχερός. Τον πήγε στο δωμάτιο 31. Μόλις μπήκε μέσα ο ταξιδιώτης  είδε ότι το δωμάτιο ήταν μικρό και στενό. Οι τοίχοι ήταν ξεβαμμένοι και πραγματικά απόρεσε τι το ξεχωριστό είχε αυτό το δωμάτιο. Ο ξενοδόχος του έδειξε το κρεβάτι, του είπε να ξαπλώσει να κοιμηθεί και να ονειρευτεί ότι επιθυμεί περισσότερο στη ζωή του. Του είπε ότι το μαξιλάρι είναι μαγικό κι ότι την άλλη μέρα κιόλας θα δει όλα τα όνειρα που θα έκανε να πραγματοποιούνται.
Ο ταξιδιώτης ήταν πολύ απογοητευμένος από τη ζωή του και είχε πάψει να πιστεύει στα θαύματα. Θεώρησε τον ξενοδόχο ουτοπιστή και ονειροπαρμένο, τον καληνύχτισε και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Στον ύπνο του είδε τη γυναίκα του που είχε χαθεί πριν από 15 χρόνια. Ήταν ξανά μαζί της και ήταν ευτυχισμένος. Είδε επίσης το άλογό του που πριν από λίγα χρόνια είχε αναγκαστεί να το σκοτώσει με μεγάλη λύπη. Είδε ακόμη ότι είχε κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία και ήταν πιο πλούσιος  κι από βασιλιάς. Είχε ένα μεγάλο ανάκτορο διακοσμημένο με αγάλματα από την αρχαία Ελληνική μυθολογία και υπηρέτες κυκλοφορούσαν συνεχώς κρατώντας πλούσια εδέσματα. Ζούσε σ΄αυτό το ανάκτορο με τη γυναίκα του και κάθε μέρα πήγαιναν βόλτα στη εξοχή με το πολυαγαπημένο του άλογο.
Το άλλο πρωί μόλις άνοιξε τα μάτια του άρχισε  σιγά σιγά να συνειδητοποιεί τη φριχτή πραγματικότητα. Επανήλθε από τον κόσμο του ονείρου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και η δυσφορία τον κυρίευσε και πάλι.
Σηκώθηκε και κατέβηκε για να πάρει το πρωινό του. Εκεί που έτρωγε, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ο ξενοδόχος με μία έκφραση απελπισίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
- Κύριε, σας συμπάθησα πάρα πολύ χθες το βράδυ αλλά η υπομονή έχει και τα όριά της. Αυτό που συμβαίνει είναι άνω ποταμών. Θα σας ζητούσα να σηκωθείτε και να φύγετε αυτή τη στιγμή αλλά σέβομαι το ότι είστε άνθρωπος ταλαιπωρημένος.
- Αγαπητέ μου φίλε μου φάνηκες εκκεντρικός μεν αλλά καθόλου παράλογος ή κακός. Για πιο λόγο αυτή η επιθετική συμπεριφορά;
- Διότι το ξενοδοχείο μου δεν είναι στάβλος κι αν θέλετε πάτε στη ρεσεψιόν να δείτε.
Ο ήρωάς μας υπάκουσε και βρέθηκε μπροστά σ΄ένα θέαμα που του θύμισε άλλες εποχές. Έκπληκτος γεμάτος χαρά και με το δάκρυ να κυλάει ποτάμι βρισκόταν μπροστά στη σύζυγό του. Ήταν ντυμένη ακριβώς όπως πριν χαθεί και δίπλα της έστεκε το άλογό του. Αυτή τον κοίταξε και για μια στιγμή όλα πάγωσαν. Έμειναν να κοιτάζονται χαμένοι ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου.
-       Άλλαξες τόσο πολύ, αλλά τα μάτια σου, παρέμειναν ίδια σαν τα μάτια ενός μικρού παιδιού.
-       Και σένα ο χρόνος σε σημάδεψε όμως με τίποτα δεν μπορεί να σβήσει αυτό που έχω μέσα μου για σένα. Σου έλειψα;
-       Αν μου έλειψες; κάθε μέρα που περνούσε ήταν μια λευκή σελίδα, ήταν ένα τίποτα, ζούσα το παρελθόν και το παρόν για μένα δεν υπήρχε. Θέλω να χωθώ στην αγκαλιά σου, να κλάψω και να μείνω εκεί για πάντα.
-       Τώρα που βρεθήκαμε οι πληγές θα γιατρευτούν. Έλα αγάπη μου να σ΄αγκαλιάσω.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε ανάμεσά τους ο ξενοδόχος.
-       Είδατε, έχω άδικο που είμαι τόσο συγχυσμένος;
Ο ταξιδιώτης τον καθησύχασε αποκαλύπτοντάς του ότι το όνειρο που είδε χθες το βράδυ πραγματοποιήθηκε, όπως κι ο ίδιος του είχε πει.
Στη συνέχεια ανέβηκε στο άλογο με τη γυναίκα του κι έφυγαν. Στον δρόμο η γυναίκα του, του αποκάλυψε ότι όλον αυτόν τον καιρό την φιλοξενούσε στο σπίτι του ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος που την είχε σαν κόρη του. Τώρα πλέον ο άνθρωπος αυτός είχε πεθάνει κι αυτή είχε κληρονομήσει όλη του την περιουσία.
Έτσι ο ήρωάς μας είδε και το υπόλοιπο του ονείρου του να εκπληρώνεται.
Τώρα πλέον κάλπαζαν γρήγορα και ο δρόμος μπροστά τους ήταν λαμπερός, το φως του ήλιου τους τύφλωνε και η ζέστη τους αγκάλιαζε.
Ήταν ευτυχισμένοι όσο ποτέ άλλοτε.
Ξαφνικά το ξυπνητήρι χτύπησε και τα γκρέμισε όλα.
Ο ταξιδιώτης ξύπνησε στο άθλιο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Όταν κατέβηκε στη ρεσεψιόν ρώτησε τον ξενοδόχο αν τελικά το μαξιλάρι ήταν όντως μαγικό.
Ο ξενοδόχος του χαμογέλασε όλο ντροπή και του είπε ότι στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα κόλπο που εφηύρε για να προσελκύει τους πελάτες.

Ο ταξιδιώτης κατέβασε το κεφάλι και με βαριά καρδιά βγήκε έξω στον παγωμένο αέρα που σε χτυπάει αλύπητα μα σε λυτρώνει κιόλας.

(Αντώνης Μπούζας)

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ο κόσμος του ονείρου

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας τύπος ο οποίος ήταν πάρα πολύ τεμπέλης, τόσο πολύ, που περνούσαν μέρες ολόκληρες κι αυτός δεν σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι του, κοιμόταν συνέχεια. Τώρα βέβαια υπήρχαν πολλοί που έλεγαν ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μισήσει τη ζωή και γι αυτό το λόγο είχε βρει καταφύγιο στον κόσμο του ονείρου. Λάτρευε απίστευτα τα όνειρά του. Απόκληρος αυτού του κόσμου, έλεγαν, καθώς ήταν, του είχαν δώσει άσυλο στο βασίλειο του Μορφέα.
Ο άνθρωπος αυτός καθημερινά και σχεδόν για όλη την ημέρα ζούσε σ’ έναν παράδεισο. Μπορούσε να δει ό,τι πιο απίθανο επιθύμησε ποτέ του να πραγματοποιείται. Γνώριζε υπέροχα πλάσματα πολύ πιο σοφά από τον άνθρωπο και συζητούσε μαζί τους. Τα λόγια τους ήταν βάλσαμο στην ψυχή του και τον γέμιζαν φως.
Ανάμεσα σ’ όλα αυτά που είχε συναντήσει βρισκόταν κι ένας κλόουν ο οποίος έκανε τέτοια αστεία που δεν είχε δει ποτέ του. Πέθαινε από τα γέλια. Οι υπηρέτες του τον έβλεπαν να ξεκαρδίζεται στον ύπνο του.
Επίσης υπήρχε στα όνειρά του μια μπαλαρίνα. Ήταν τόσο όμορφη που την είχε ερωτευθεί. Πάντοτε όταν χόρευε μπροστά του εκστασιαζόταν κι όταν τελείωνε αυτή το χορό της κατακόκκινος από την ντροπή του, άνοιγε το στόμα του για να της πει «σ’ αγαπώ». Προτού προλάβει όμως να πει οτιδήποτε αυτή του έκλεινε το μάτι και απομακρυνόταν γρήγορα. Είχε βάλει σκοπό της ζωής του να την παντρευτεί.
Στον ύπνο του συναντούσε ακόμα ένα μικρό ελεφαντάκι το οποίο ήταν τόσο γλυκό, που συνέχεια το αγκάλιαζε, το χάιδευε και για ώρες ολόκληρες του τραγουδούσε και του έλεγε παραμύθια.
Κάποτε οι φίλοι του βλέποντας αυτή την τρομακτική εξάρτησή του από τον ύπνο, θέλησαν να τον βοηθήσουν. Του μίλησαν και του έδωσαν να καταλάβει ότι δεν πήγαινε άλλο. Τον έπεισαν να επισκεφτεί έναν γιατρό.
Όταν ο γιατρός τον εξέτασε βρήκε τόσο σοβαρή την κατάστασή του που του χορήγησε ένα φάρμακο το οποίο έπρεπε να παίρνει για να ελαττωθεί ο ύπνος του.
Ο ήρωάς μας είχε τόσο πολύ ανησυχήσει από τα λόγια των φίλων του που έπαιρνε πολύ περισσότερο από το φάρμακο που είχε δώσει ο γιατρός. Το μάτι του γαρίδα. Στην αρχή η διάρκεια του ύπνου είχε επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. Σιγά σιγά όμως άρχισε να κοιμάται όλο και λιγότερο. Χωρίς να το καταλάβει πέρασε στο άλλο άκρο, ο ύπνος τον είχε εγκαταλείψει  εντελώς. Περπατούσε γεμάτος υπερένταση μέσα στο σπίτι του. Άλλοτε διάβαζε γυρίζοντας τις σελίδες σαν μανιακός και άλλοτε καλούσε φίλους οι οποίοι τον περνούσαν για τρελό ακούγοντάς τον να φωνάζει δυνατά και να συμπεριφέρεται έντονα. Σχεδόν νόμιζαν ότι επρόκειτο να τους επιτεθεί, καθώς οι τόσο υπερβολικές κινήσεις του αυτό φανέρωναν.
Είχε αρχίσει να του λείπει πάρα πολύ ο άλλος κόσμος, όπου κάποτε ζούσε. Και τι δεν θα έδινε για να ξανάβλεπε τους ονειρικούς του φίλους.
Ο γιατρός μόλις έμαθε την τροπή που πήρε το όλο θέμα του είπε με αυστηρότητα, σχεδόν τον διέταξε να σταματήσει το φάρμακο, πράγμα το οποίο και έκανε. Το φάρμακο όμως την είχε κάνει τη ζημιά του. Και δεν μπορούσε να κοιμηθεί με τίποτα.

Μια μέρα καθώς ο φίλος μας καθόταν στο σαλόνι του σπιτιού του το μάτι του έπιασε μια κίνηση. Κοίταξε καλύτερα και τι να δει, η αγαπημένη του μπαλαρίνα χόρευε μπροστά του ένα χορό αισθησιακό και του έστελνε φιλιά. Η έκπληξή του ήταν πολύ μεγάλη, αλλά έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν λίγο πιο πέρα αντίκρισε τον κλόουν που τόσο τον διασκέδαζε, εκτελούσε εκείνη τη στιγμή το πιο αστείο νούμερο που είχε δημιουργήσει ποτέ του. Ένοιωσε κάτι υγρό να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Ήταν η προβοσκίδα του μικρού ελέφαντα ο οποίος τον καλούσε για παιχνίδι και για παραμύθια. Τα όνειρά του είχαν έρθει να τον βρουν.

(Αντώνης Μπούζας)

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Ο γελωτοποιός

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τύπος σε μια φτωχική γειτονιά. Το όνομά του ήταν Νίκος αλλά ο κόσμος του είχε δώσει το παρατσούκλι γελωτοποιός κι έτσι συνήθιζαν να τον λένε και το πραγματικό του όνομα το ξέχασαν με τον καιρό. Ο λόγος που του έδωσαν αυτό το παρατσούκλι ήταν ότι του άρεσε να κάνει συνέχεια αστεία. Αγαπούσε να βλέπει τον κόσμο να γελάει και κυρίως τα μικρά παιδιά. Καθημερινά έστηνε ολόκληρη παράσταση κάνοντας μιμήσεις, κάνοντας αστεία τη φωνή του  και τα παιδιά στεκόντουσαν γύρω του, τον έβλεπαν και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Ο γελωτοποιός ήταν ένας άνθρωπος κατά βάθος θλιμμένος και είχε απελπιστεί από τη ζωή. Έτσι λοιπόν το γέλιο που χάριζε στους άλλους ήταν γι αυτόν η μοναδική ηλιαχτίδα  στο σκοτάδι του.
Η χώρα του όμως βυθιζόταν στην οικονομική κρίση. Υπήρχε πάρα πολλή πείνα και άνθρωποι είχαν χάσει τα σπίτια τους. Έτσι λοιπόν όσο περνούσε ο καιρός ο γελωτοποιός έβλεπε να γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ζωγραφίσει ένα χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων. Αυτός έκανε τις πιο αστείες γκριμάτσες, έλεγε τα πιο ωραία ανέκδοτα, μα όταν τελείωνε την παράστασή του τα παιδιά δεν είχαν γελάσει ούτε στο ελάχιστο κι έδειχναν βυθισμένα σε σκέψεις απελπισίας.
Αυτό στεναχωρούσε ιδιαίτερα τον γελωτοποιό και κάθε μέρα έσπαγε το κεφάλι του για να βρει μια λύση στο μεγάλο του αυτό πρόβλημα. Η ασχήμια που έβλεπε γύρω του  τον έφερνε στα όριά του. Είχε αποφασίσει ότι οπωσδήποτε θα έκανε κάτι και θα γιάτρευε τις ψυχές τους. Όσο και να έψαχνε όμως δεν μπορούσε να βρει τι θα ήταν αυτό.
Τελικά αποφάσισε να στραφεί στο επάγγελμά του. Για πολλά χρόνια ήταν γιατρός. Πολλοί συνάδελφοί του παλιότερα τον χαρακτήριζαν ιδιοφυΐα στη ειδικότητα αυτή και μάλλον είχαν δίκιο γιατί ο φίλος μας κάποτε είχε φτάσει στο σημείο να δημιουργεί δικά του φάρμακα, τα οποία κανείς δεν είχε ξαναφτιάξει. Πίστευε ότι είχαν δυνατότητες εκπληκτικές. Φοβούμενος όμως μήπως τυχόν αποτύχουν και τα πειράματά του κοστίσουν τη ζωή κανενός ανθρώπου ή του προκαλέσουν καμιά αναπηρία δεν τα δοκίμασε ποτέ. Τα κράτησε φυλαγμένα σ’ ένα ντουλάπι στο σπίτι του.
Αποφάσισε λοιπόν μετά από τόσο καιρό να φτιάξει ένα καινούργιο φάρμακο, το οποίο φανταζόταν να μπορεί να κρατήσει τους ανθρώπους χαρούμενους για πάντα, ό,τι κι αν τους συνέβαινε.
Κλείστηκε λοιπόν στο σπίτι του και επί εβδομάδες ολόκληρες μελετούσε τα βιβλία του και πειραματιζόταν αναμιγνύοντας διάφορες χημικές ουσίες. Έτοιμος να διαλυθεί και με τα νεύρα του να σπάνε, δεν έλεγε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτό το φάρμακο θα ήταν η λύτρωσή του. Αν πετύχαινε, αυτός θα ήταν για πάντα ευτυχισμένος. Που και που έβγαινε καμιά βόλτα για να κάνει διάλλειμα από τη δουλειά του. Ο κόσμος τον έβλεπε κατακόκκινο και μούσκεμα από τον ιδρώτα. Ανησυχούσαν και τον ρωτούσαν τι έχει. Αυτός τους απαντούσε ότι σύντομα θα ξανάρθει η χαρά. Ότι θα τους σώσει όλους.
Κάποια μέρα μέσα από το σπίτι του ακούστηκαν γέλια εκκωφαντικά και πανηγυρισμοί. Άνθρωποι που πριν λίγες μέρες υποψιάζονταν ότι είχε τρελαθεί τώρα σιγουρεύτηκαν. Όταν όμως αργότερα άνοιξε η πόρτα του σπιτιού του κι αυτός βγήκε έξω, φαινόταν φυσιολογικότατος. Απλώς ήταν αλλόκοτα χαρούμενος και είχε βλέμμα σαν να βρίσκεται στον παράδεισο. Κρατούσε μια σακούλα στο χέρι του και βάδιζε με βήμα γοργό. Ο γελωτοποιός απ’ την πλευρά του σκεφτόταν ότι ήρθε η ώρα πλέον να δώσει το αιώνιο χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων, να τους στεγνώσει τα δάκρυα και να τους περιποιηθεί την ψυχή. Από εκείνη τη μέρα πλέον κάθε μέρα θα ήταν γιορτή. Ενώ περπατούσε τον πλησίασαν τρία παιδιά και τον ρώτησαν τι έχει στη σακούλα. Αυτός τότε έχωσε το χέρι του μέσα κι έβγαλε τρεις καραμέλες. Τους τις πρόσφερε. Αυτά χαρούμενα τις έβαλαν στο στόμα τους και άρχισαν να τις γλείφουν. Με το που συνέβη αυτό ο γελωτοποιός κόντεψε να κλάψει από τη συγκίνησή του. Συνέχισε τη βόλτα του και λίγο πιο κάτω συνάντησε άλλα δύο παιδιά στα οποία επίσης έδωσε καραμέλες.
Ο μανάβης που είχε δει τις οικονομίες του να χάνονται και κόντευε να κλείσει η επιχείρησή του, είχε καθίσει έξω από το μαγαζί του σκυφτός με το πρόσωπο στα χέρια κι έκλαιγε. Ο γελωτοποιός τον πλησίασε τρέχοντας και τον χτύπησε στον ώμο. Ο μανάβης τον κοίταξε και τον ρώτησε τι ήθελε. Ο γελωτοποιός τον ρώτησε πως ένοιωθε κι αυτός του είπε ότι αισθανόταν σαν να ζούσε τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Ο γελωτοποιός όμως του χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο και του είπε ότι πλέον όλα τα προβλήματά του είχαν λυθεί. Του έδωσε μια καραμέλα και του είπε ότι δεν θα φύγει αν δεν τον δει να την τρώει. Ο μανάβης παραξενεμένος την έβαλε στο στόμα του και σε λίγα λεπτά η καραμέλα είχε πάει στο στομάχι του. Ο γελωτοποιός του έκανε το σήμα της νίκης και έφυγε. Ο μανάβης ξαφνικά ως δια μαγείας πλημμύρισε χαρά. Μια ανεξήγητη χαρά και ευφορία που όσο περνούσε η ώρα γινόταν μεγαλύτερη.
Στο τέλος της ημέρας ο γελωτοποιός ξάπλωσε στο κρεβάτι του με ένα ύφος ανακούφισης και πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Είχε χαρίσει την ευτυχία σε όλη τη γειτονιά του. Όλοι όσοι ζούσαν εκεί είχαν φάει τις θαυματουργές του καραμέλες. Στον ύπνο του  όλως παραδόξως είδε εφιάλτες, ένα τεράστιο χαμόγελο που τον κυνηγούσε.
Το άλλο πρωί ξύπνησε γεμάτος χαρά. Εκείνη τη μέρα θα αντίκριζε τα χαμόγελα στα πρόσωπα των ανθρώπων που τόσο αγαπούσε. Βγήκε έξω κι άρχισε να περπατά. Σε λίγο περίεργοι ήχοι έφτασαν στ’ αυτιά του. Τον παραξένεψαν. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Κοίταξε γύρω του με ύφος εξεταστικό αλλά δεν είδε τίποτα και κανέναν. Συνέχισε να περπατά και λίγο πιο κάτω πάγωσε. Βρέθηκε μπροστά σε ένα θέαμα τερατώδες. Δεκάδες άνθρωποι είχαν πέσει κάτω και γελούσαν σαν τρελοί. Περίμενε να σταματήσουν αλλά το γέλιο τους δεν τελείωνε ποτέ. Τα πρόσωπά τους έμοιαζαν φρικτά παραμορφωμένα. Ένα παιδάκι τον πλησίασε κρατώντας την κοιλιά του. Είδε στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο σαν να είχε βγει από εφιάλτη.
Ο γελωτοποιός γύρισε τρέχοντας στο σπίτι του και κλείστηκε μέσα. Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά μονολογώντας για το έγκλημα που είχε κάνει. Η μέρα περνούσε αλλά τα γέλια δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ηχούσαν σαν κραυγές γύρω από το σπίτι του.  Το ίδιο συνέβαινε και την άλλη μέρα και την πιο άλλη και την πιο άλλη…
Μετά από μερικές μέρες ένας αστυνομικός είχε έρθει στη γειτονιά να εξετάσει την κατάσταση. Δεν άργησε να μάθει για τις καραμέλες. Ρώτησε τον κόσμο που έμενε αυτός που τους τις έδωσε κι αυτοί του έδειξαν το σπίτι του.


 Ο αστυνομικός πλησίασε και χτύπησε την πόρτα. Κανείς δεν του άνοιξε. Από μέσα δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Τελικά την έσπασε κι άρχισε να ψάχνει το σπίτι. Σ’ ένα δωμάτιο βρήκε τον γελωτοποιό κρεμασμένο. Αν και νεκρός κρατούσε σφιχτά στα χέρια του κάτι. Ήταν οι φωτογραφίες των μικρών του φίλων της γειτονιάς.      

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Στην κοιλάδα που δεν βρέχει ποτέ

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια όμορφη κοιλάδα ζούσαν δύο λουλουδάκια το ένα δίπλα στο άλλο.
Κάθε μέρα με το που ξυπνούσαν αντίκριζαν με χαρά το ένα το άλλο και στα πρόσωπά τους ζωγραφιζόταν ένα μεγάλο χαμόγελο. Η ψυχή τους ζεσταινόταν και όλη η υπόλοιπη μέρα κυλούσε πανέμορφα.
Κουβέντιαζαν από το πρωί έως αργά το βράδυ. Κάποια μέρα όμως φέρθηκαν και τα δύο εντελώς εγωιστικά κι έτσι αυτή η ζεστή φιλία διαλύθηκε. Μάλωσαν πάρα πολύ άσχημα κι ευχόντουσαν να γίνει κάτι έτσι ώστε να απομακρυνθούν το ένα από το άλλο.
Εν τω μεταξύ ο καιρός περνούσε κι όπου να’ ναι θα έβρεχε στην κοιλάδα. Όλα τα λουλούδια περίμεναν σαν τρελά τη βροχή. Ήθελαν επιτέλους να ξεδιψάσουν και να πάρουν ζωή.
Η μέρα που θα έβρεχε όπως είχαν υπολογίσει έφτασε. Τα λουλουδάκια κοίταζαν ψηλά γεμάτα χαρά. Η ώρα όμως περνούσε κι όσο κυλούσε η μέρα τα χαμόγελα όλο και λιγόστευαν. Αργά το βράδυ ένα από αυτά ψέλλισε με μαύρη στεναχώρια ότι η βροχή είχε αναβάλλει την επίσκεψή της. Δεν πειράζει όμως αυτά θα περίμεναν και κάποια στιγμή δεν μπορεί σίγουρα θα έβρεχε.
Την επόμενη μέρα τα δύο λουλούδια πρωταγωνιστές της ιστορίας μας στράφηκαν το ένα προς το άλλο και κοιτάχτηκαν, όχι με αγάπη καθώς οι μνήμες από τον καυγά τους ήταν ακόμα νωπές.
-   Τι λες, θα βρέξει κάποτε;
-   Εγώ είμαι αισιόδοξος θα βρέξει δεν υπάρχει περίπτωση.
-   Το θέμα είναι όμως ότι έχω πάθει αφυδάτωση, πρέπει το πολύ σε δυο, τρεις μέρες να έχει βρέξει διαφορετικά δεν ξέρω τι θα γίνει, εσύ διψάς;
-   Σαν τρελός. Δεν μου λες, είσαι ακόμα θυμωμένος;
-   Έχω αρχίσει να το ξεπερνάω σιγά σιγά.
-   Κι εγώ το ίδιο, σήμερα με ρώτησες αν διψάω κι αυτό δείχνει ότι νοιάζεσαι για μένα.
Πέρασε άλλη μια μέρα και μετά κι άλλη τα λουλουδάκια της κοιλάδας είχαν αρχίσει ν’ απελπίζονται, η απαισιοδοξία τους είχε κυριεύσει την ψυχή.
Την Τρίτη μέρα τα δυο λουλούδια μίλησαν μεταξύ τους με μια φωνή σχεδόν ξεψυχισμένη.
-   Έχω χάσει πλέον κάθε ελπίδα, η βροχή μας εγκατέλειψε, τώρα περιμένουμε πλέον τον θάνατό μας.
-   Ξέρεις θλίβομαι που θα σε χάσω, το χαμόγελό σου που έβλεπα ήταν ότι πιο όμορφο υπήρχε στη ζωή μου.
-   Κι εσύ ήσουν μοναδικός φίλος, θα μου λείψεις.
-   Τουλάχιστον θα συντροφεύσουμε το ένα το άλλο μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μας. Θα σου χαμογελάω και σου δίνω δύναμη μέχρι να σβήσω.
-   Ήσουν και θα είσαι για πάντα στην καρδιά μου.
Τότε τα δυο λουλούδια κοιτάζοντας το ένα τα μάτια του άλλου με αγάπη άρχισαν να κλαίνε. Τα δάκρυα κύλησαν από τα μάγουλά τους και μούσκεψαν το χώμα.
Τότε ξαφνικά ένοιωσαν να ξεδιψούν. Κι ένοιωσαν πολύ πιο δυνατά από πριν. Το δάκρυ τους έτρεχε ποτάμι. Σταγόνες ζωής τα πότιζαν και σταδιακά η δίψα τους εξαφανίστηκε.
Ενθουσιασμένα τότε που είχαν ανακαλύψει το μυστικό το διέδωσαν και σ’ όλη την υπόλοιπη κοιλάδα.

Η βροχή δεν ήρθε ποτέ, υπήρχαν όμως δάκρυα κι αυτό έφτανε για τα λουλουδάκια. Δεν περίμεναν πλέον το θαύμα, το θαύμα ήταν μέσα τους.

(Αντώνης Μπούζας)

Το πιάνο

Σ΄ ένα παλιό αρχοντικό ζούσε μια κοπέλα που ο άντρας της είχε πεθάνει στον πόλεμο. Μόνη της παρηγοριά και δύναμη ένα μεγάλο πιάνο που είχαν στο σαλόνι του σπιτιού τους.
Το αγαπούσε πάρα πολύ αυτό το πιάνο και πολλές φορές μέσα στη μέρα το χάιδευε, γιατί πίστευε ότι ακόμα και τα αντικείμενα έχουν ζωή.  Η καλύτερη και πιο αγαπημένη ώρα της ημέρας ήταν, όταν καθόταν στο πιάνο κι έπαιζε ένα μουσικό κομμάτι που της είχε μάθει ο άντρας της. Το λάτρευε το συγκεκριμένο κομμάτι. Όταν το έπαιζε ένοιωθε τον άντρα της να κάθεται δίπλα της, να έχει περασμένο το χέρι του γύρω από τους ώμους της και να ακουμπάει το πρόσωπό του στο δικό της. Για λίγα λεπτά ήταν μαζί με τον άνθρωπό της.
Η συνήθεια αυτή επαναλαμβανόταν κάθε μέρα. Το σπίτι γύρω στις επτά το απόγευμα πλημύριζε με την υπέροχη μελωδία. Ήταν μια λύτρωση γι αυτήν. Κι όταν ερχόταν στο σπίτι κάποιος επισκέπτης απλά καθόταν σε μια πολυθρόνα και βυθιζόταν στη μουσική.
Ο πόλεμος όμως δεν είχε τελειώσει. Σύντομα άγγιξε και την πόλη της. Η κοπέλα άκουγε τις βόμβες να σκάνε γύρω από το σπίτι της και έτρεμε ολόκληρη. Προσευχόταν  να μη συμβεί τίποτα στην ίδια. Κάποια μέρα είχε βγει να ψωνίσει όταν ξαφνικά άρχισε ο βομβαρδισμός. Μία βόμβα έπεσε πολύ κοντά της και η κοπέλα σωριάστηκε κάτω. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν δυστυχώς να χάσει τα χέρια της.
Τρεις μήνες αργότερα όταν βγήκε από το νοσοκομείο και πήγε πάλι σπίτι της, αντίκρισε το πιάνο με βλέμμα γεμάτο θλίψη. Πως θα αποχωριζόταν τώρα αυτή την καθημερινή συνήθεια που της γέμισε με χρώμα τη ζωή της;
Οι μέρες περνούσαν κι αυτή καθόταν σε μια πολυθρόνα απέναντι από το πιάνο και το κοίταζε χαμένη στις σκέψεις της. Η ψυχολογική της κατάσταση χειροτέρευε μέρα με τη μέρα. Άνθρωποι την πλησίασαν και της μίλησαν με στοργή, προσπάθησαν να την κάνουν να χαρεί αλλά μάταια, ήταν κλεισμένη στον εαυτό της κι ότι και να της έλεγαν, αυτή δεν τους άκουγε. Ο γιατρός που την εξέτασε αποφάνθηκε ότι το μόνο που θα την έκανε καλά ήταν να ακούσει την αγαπημένη της μελωδία στο πιάνο.

Κάποια μέρα που αυτή καθόταν στην πολυθρόνα απέναντι από το πιάνο με το κεφάλι της χαμηλωμένο και δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της, ένας γνώριμος ήχος ήρθε στ’ αυτιά της. Μια μουσική τόσο γλυκιά κι αγαπημένη ταξίδευε απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα στο σπίτι. Σήκωσε το κεφάλι της απότομα και είδε το πιάνο να παίζει μόνο του. Ούτε αυτό μπορούσε ν’ αποχωριστεί κάποιες συνήθειες…