Καθώς τα εγκόσμια σωπαίνουν
κι οι φλόγες του τζακιού χορεύουν,
πλάθω φασματικές εικόνες,
αλλοκοτιάς νέους θαμώνες.
Φρικιά της νύχτας με αρπάζουν,
ενώ οι άγγελοι σφαδάζουν.
Και με σκορπάνε στις κοιλάδες.
Παραμονεύουν οι σκιάδες.
Μπαίνω σε πύργο με φοβία
και συναντώ τερατωδία.
Ψαλμοί στα τρίσβαθα ηχούνε,
οι σάρκες μου αναριγούνε.
Κύκλωψ αρπάζει την πνοή μου.
Ρολόγια σώνουν τη ψυχή μου.
Δεν έχει τελειωμό ο τρόμος,
όταν κινάς για πέρα μόνος.
(Αντώνης Μπούζας)
κι οι φλόγες του τζακιού χορεύουν,
πλάθω φασματικές εικόνες,
αλλοκοτιάς νέους θαμώνες.
Φρικιά της νύχτας με αρπάζουν,
ενώ οι άγγελοι σφαδάζουν.
Και με σκορπάνε στις κοιλάδες.
Παραμονεύουν οι σκιάδες.
Μπαίνω σε πύργο με φοβία
και συναντώ τερατωδία.
Ψαλμοί στα τρίσβαθα ηχούνε,
οι σάρκες μου αναριγούνε.
Κύκλωψ αρπάζει την πνοή μου.
Ρολόγια σώνουν τη ψυχή μου.
Δεν έχει τελειωμό ο τρόμος,
όταν κινάς για πέρα μόνος.
(Αντώνης Μπούζας)