Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Οι μάσκες

Η Μαρία είχε αγοράσει δυο μάσκες. Κανονικά μια θα φορούσε, αλλά δεν είχε αποφασίσει ποια ήταν η πιο τρομακτική. Τις είχε ακουμπισμένες επάνω στο γραφείο της τη μια δίπλα στην άλλη και τις κοιτούσε διαρκώς με όλο και αυξανόμενο προβληματισμό. Απάντηση δεν μπορούσε να βρει.

Η μάσκα του ξωτικού ήταν ύπουλα ανατριχιαστική σε αντίθεση με αυτή του λυκανθρώπου που βρυχόταν και έδειχνε τα δόντια της. 

Σε φόβιζε, άλλα δεν μπορούσες να καταλάβεις πως το έκανε. Αυτήν θα επέλεγε εάν η φάρσα της επρόκειτο να γίνει εναντίον σκεπτόμενων ατόμων. 
Ο μέσος άνθρωπος, όμως, ήξερε καλά πως προτιμούσε τα "πυροτεχνήματα", τόσο στον τρόμο όσο και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς.

Εξέφραζε δυνατά τις σκέψεις της κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι μάσκες να τις ακούνε. Όσο φούσκωνε από υπερηφάνεια η μάσκα του λυκανθρώπου επειδή μάλλον τελικά αυτήν θα επέλεγε, άλλο τόσο έσφιγγε τα δόντια της με οργή αυτή του ξωτικού νιώθοντας την αδικία στο πετσί της.

Ο λυκάνθρωπος δε δίσταζε να ικανοποιεί τον εγωισμό και την αλαζονεία του σε εικοσιτετράωρη βάση διαταράσσοντας την ψυχική γαλήνη του ξωτικού με ειρωνείες και πειράγματα που είχαν σαν στόχο να το μειώσουν. Το ξωτικό ήξερε ότι κατά βάθος ο αντίπαλός του το ζήλευε, γιατί γνώριζε ότι τον επέλεγαν λόγω ευνοϊκών συνθηκών και όχι επειδή πραγματικά το άξιζε. Σύντομα το ξωτικό δεν μπορούσε να αμύνεται σιωπηλά στις επιθέσεις. 
Έτσι, άρχισε να απαντάει.

Κάποια μέρα, μην αντέχοντας άλλο αυτή την κατάσταση ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, αποφάσισαν να κάνουν ένα είδος μονομαχίας. Να προσπαθήσουν να νικήσουν στην πράξη ο ένας τον άλλο πραγματοποιώντας επίθεση τρόμου στην ιδιοκτήτριά τους, η οποία εξάλλου ήταν και η υπεύθυνη για όλη αυτή την κατάσταση. Θα την τρομάζανε βάζοντας όλη τους την τέχνη και προσπαθώντας να της προξενήσουν όσο μεγαλύτερη ζημιά γινόταν.

Έτσι, όταν αργά το απόγευμα η Μαρία επέστρεψε στο σπίτι της, η μάσκα του λυκανθρώπου την περίμενε πίσω από την πόρτα μες στο πηχτό σκοτάδι. Χύμηξε πάνω της με τέτοια αγριότητα που η Μαρία λιποθύμησε. Ο λυκάνθρωπος αισθάνθηκε ότι ξεπέρασε τα όρια, άλλα δεν ένιωσε καθόλου άσχημα. Του άρεσε που εκδικούνταν μ' αυτό τον τρόπο το μήλο της έριδος. Ο θυμός του είχε εκτονωθεί λιγάκι.

Μόλις η Μαρία άρχισε να συνέρχεται, το ξωτικό στάθηκε ακριβώς από πάνω της. Κόλλησε τη μούρη του επάνω στη δική της και η γλώσσα του όρμηξε στο πρόσωπό της.
Η Μαρία ούρλιαξε και χτύπησε με το χέρι της τη μάσκα. Στη συνέχεια, πετάχτηκε όρθια φωνάζοντας και κλαίγοντας. Έτρεξε στην τουαλέτα, σκεπτόμενη ότι εκεί είχε το σπρέι για τα μαλλιά της το οποίο ίσως μπορούσε να χρησιμοποιήσει σαν όπλο εναντίον των πλασμάτων. Μπήκε μέσα και έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της. Την κλείδωσε κιόλας.

Πήγε στον νιπτήρα και έβαλε το πρόσωπό της κάτω από τη βρύση. Καθώς το νερό έπεφτε πάνω της παγωμένο, επέστρεφε η ψυχραιμία της και η λογική. Ηρεμούσε. 
Ξαφνικά όμως η μάσκα του λυκανθρώπου που βρισκόταν μαζί της στην τουαλέτα χωρίς να την έχει πάρει είδηση, της επιτέθηκε από πίσω, πιέζοντάς της το κεφάλι μέσα στον γεμάτο νερό νεροχύτη. Η Μαρία δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Η δύναμη που της ασκούσε ήταν πολύ μεγάλη. Ένιωσε να πνίγεται. Πάλευε να γλιτώσει αλλά μάταια. Το οξυγόνο της τελείωνε και από στιγμή σε στιγμή θα εισέπνεε νερό. Τότε ήταν που η μάσκα ελάττωσε την πίεση και υποχώρησε γρυλίζοντας ευχαριστημένη, καθώς η κοπέλα σωριαζόταν κάτω μούσκεμα με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή.

Μέχρι στιγμής, ο λυκάνθρωπος προηγούνταν και η μάσκα του ξωτικού δεν ήθελε να χάσει τον αγώνα. Αποφάσισε ότι έπρεπε να την σκοτώσει με την τρομάρα που θα της έδινε. Μόνο έτσι θα διόρθωνε την μεγάλη ζημιά που είχε υποστεί η αυτοεκτίμησή του,
λόγω αυτής της ιστορίας. Άρχισε να φουσκώνει. Φούσκωνε διαρκώς. Όλο και πιο πολύ. Ήθελε να γίνει όσο πιο μεγάλη μπορούσε.

Ο λυκάνθρωπος περίμενε την Μαρία κρυμμένος και, όταν αυτή βγήκε από την τουαλέτα κρατώντας στα χέρια της ένα ψαλίδι, την ακολούθησε χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Η γυναίκα άρχισε να ψάχνει το σπίτι. Έμπαινε σε κάθε σκοτεινό δωμάτιο με τρομερή αγωνία και άναβε τα φώτα αστραπιαία. 
Η καρδιά της κόντευε να εκραγεί. Παλλόταν σαν τρελή μες στο στήθος της.

Ο λυκάνθρωπος ήταν αποφασισμένος αυτή τη φορά να την ξεκάνει. Μόνο έτσι θα νικούσε την άλλη μάσκα, μια για πάντα. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Οι κινήσεις του ήταν μελετημένες πάρα πολύ προσεκτικά. Έπρεπε να χτυπήσει δυνατά. 
Να την θερίσει.

Η Μαρία έφτασε στη μεγάλη της κάμαρα και στάθηκε ακίνητη στο σκοτάδι. Ένιωθε μάζες αέρα να πέφτουν πάνω της, εμποδίζοντάς την σχεδόν να αναπνεύσει. Κι όμως. Η μπαλκονόπορτα ήταν κλειστή. Γεμάτη περιέργεια, άναψε το φως και βρέθηκε μπροστά σε ένα θέαμα που την έκανε να γίνει κάτασπρη από το φόβο της.
Η μάσκα του ξωτικού είχε γίνει τεράστια.
Γέμιζε ολόκληρο το δωμάτιο. Η γυναίκα αισθάνθηκε την αναπνοή της να κόβεται. Το ξωτικό της χαμογέλασε με τα σαπισμένα του δόντια. Την κοίταξε εκφράζοντας στο βλέμμα του όλο το μίσος που είχε μέσα της η κατάμαυρή του ψυχή.

Η Μαρία προσπάθησε να τρέξει, αλλά ένιωσε τα πόδια της να κόβονται και έπεσε στο πάτωμα. Έμεινε να κοιτάζει τη μάσκα με το αίμα παγωμένο. Την επόμενη στιγμή, η μάσκα του λυκανθρώπου πετάχτηκε πάνω της και την δάγκωσε στο σβέρκο. 
Η Μαρία ούρλιαξε με τρόμο και έπειτα σωριάστηκε κάτω νεκρή. 
Η καρδιά της δεν είχε καταφέρει να αντέξει.

Οι δυο μάσκες στάθηκαν η μια απέναντι στην άλλη και κοιτάχτηκαν με βλέμμα θανάσιμο. Η μάσκα του λυκανθρώπου ζήτησε από αυτή του ξωτικού να παραδεχθεί την ήττα της. 
Εκείνη όμως της απάντησε με φωνή που έσταζε φαρμάκι ότι χωρίς την δική της επίθεση τίποτα δε θα είχε γίνει. Αυτή είχε νικήσει. Η άλλη ήταν ένα τίποτα. Ένα μηδενικό. Ένα σκουπίδι. Κοίταξαν με μίσος που ξεχείλιζε από τα μάτια τους η μια την άλλη και όρμηξαν με λύσσα.

Η μάσκα του λυκανθρώπου έκανε κομμάτια αυτήν του ξωτικού μην καταφέρνοντας ωστόσο να αποτρέψει την θανάσιμη αιμορραγία που της προκλήθηκε, όταν η μάσκα του ξωτικού την πλάκωσε. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και όπως σε κάθε πόλεμο δεν υπήρχε νίκη. Μόνο θάνατος.

Αντώνης Μπούζας

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Χρώμα

Υπήρχε κάποτε ένας καλλιτέχνης των Κόμικς ,ο οποίος σχεδίαζε διάφορες μορφές στο τετράδιό του. Μορφές από άλλους κόσμους, ιδανικές. Ο καλλιτέχνης όμως δεν τις φρόντιζε ιδιαίτερα. Τουλάχιστον όχι έτσι, όπως θα έπρεπε. Το σημαντικότερο πράγμα που τους στερούσε ήταν το χρώμα.
Πολλές εξ αυτών βασανίζονταν διαρκώς από αυτό το παράπονο . Συζητούσαν μεταξύ τους και προσπαθούσαν να σκεφτούν μια λύση στο μεγάλο τους πρόβλημα. Ανάμεσά τους υπήρχε η φιγούρα ενός αστροναύτη, η οποία συχνά τους πρότεινε να δραπετεύσουν από το τετράδιο του δημιουργού τους και να αναζητήσουν την λύτρωση πέρα από τα σύνορα της πραγματικότητας που είχαν συνηθίσει. Καμιά δεν ήθελε να την ακούσει. Την χαρακτήριζαν τρελή. Ίσως και να ήταν. Η ίδια όμως το είχε πάρει απόφαση ότι δεν θα έμενε για πολύ εκεί.
Και ένα πρωινό, πριν ξυπνήσει ο καλλιτέχνης, πριν ξυπνήσει και ούτε μια από τις υπόλοιπες μορφές, η φιγούρα του αστροναύτη έδωσε ένα σάλτο και πήδηξε έξω από το ανοιχτό τετράδιο.
Κοίταξε πίσω της με περηφάνια και ανακούφιση. Ίσως και λίγη θλίψη, μιας και εκείνη τη στιγμή αποχαιρετούσε ίσως και για πάντα το σπίτι της, άλλα και την οικογένειά της.
Έπειτα, έστρεψε το πρόσωπό της προς τα εμπρός και προχώρησε.
Αναρωτιόταν που θα μπορούσε να βρει αυτό που τόσο λαχταρούσε, λίγο χρώμα για να βάψει το λευκό κορμί της. Ήταν πραγματικά μεγάλη ντροπή να υπάρχει σε έναν κόσμο χρωμάτων με το πιο απαξιωμένο από όλους χρώμα.
Περπατούσε από δω κι από κει μες στο δωμάτιο του νεαρού σκιτσογράφου, παρατηρώντας προσεκτικά τριγύρω της και προσπαθώντας να ανακαλύψει τη δική της Ιθάκη.
Κάποτε,παρατήρησε τους μεγάλους μαρκαδόρους που δέσποζαν απάνω στο γραφείο, μέσα σε φλιτζάνια του καφέ όπου και τους αναζητούσε ο καλλιτέχνης, όποτε τους χρειαζότανε, αν τους χρειαζότανε ποτέ. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Αυτή ήταν η λύση. Είχε ήδη φτάσει στον προορισμό της.
Σκαρφάλωσε στην επιφάνεια του γραφείου. Ευθύς έφτασαν στ' αυτιά της τα χαχανητά των διαφόρων παρατηρητών της τιποτένιας της όψης. Μαρκαδόροι, μολύβια, βιβλία, και μια σελίδα, λευκή κάτω από άλλες περιστάσεις, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση στολισμένη με μια μεγάλη μουτζούρα . Όλοι αυτοί γελούσαν εις βάρος της.
Τους αγνόησε επιδεικτικά, επιδιώκοντας έτσι να πάρει μια μικρή εκδίκηση, και πλησίασε έναν ανοιχτό γαλάζιο μαρκαδόρο που είχε ξαπλώσει σε μια γωνιά και ο οποίος, όλως παραδόξως, δεν γελούσε.
Του ζήτησε να την βάψει. Το γαλάζιο ήταν το χρώμα των ονείρων της. Δεν υπήρχε περίπτωση, σκεφτόταν, να της αρνηθεί. Τι θα του κόστιζε εξάλλου;
Ο μαρκαδόρος όμως παρέμεινε σιωπηλός. Η φιγούρα του αστροναύτη επανέλαβε με δυνατότερη φωνή. Τότε ο μαρκαδόρος την κοίταξε με βλέμμα που φανέρωνε την μεγαλύτερη περιφρόνηση που θα μπορούσε να υπάρξει και είπε απλά ότι δεν ήταν διατεθειμένος να ξοδέψει έστω και λίγο από το πολύτιμο χρώμα του για κείνη.
Η φιγούρα ένιωσε να της κόβονται τα πόδια. Με το κεφάλι σκυμμένο τράπηκε σε φυγή. Άκουσε πίσω της τα γέλια και τις κοροϊδίες για τελευταία φορά και κατέβηκε σχεδόν κουτρουβαλώντας από το μέρος εκείνο που θύμιζε κολαστήριο. Κατά βάθος όμως ήξερε ότι το κολαστήριο το κουβαλούσε μέσα της.
Η φιγούρα έμεινε ξαπλωμένη με το πρόσωπό της χωμένο στην επιφάνεια του χαλιού να κλαίει με λυγμούς. Με τι μεγάλη κατάρα την είχε φορτώσει ο δημιουργός της; Μήπως τελικά θα ήταν καλύτερο για κείνη να είχε μείνει στο τετράδιο μαζί με τους όμοιούς της; εξάλλου, σε έναν κόσμο μετριότητας, ο μέτριος δεν είναι πιο κάτω από τους άλλους.
Ενώ έκλαιγε, άκουσε κάτι να κινείται δίπλα της. Πετάχτηκε όρθια και αντίκρισε μια τεράστια σκιά. Ερχόταν πάνω απ' το κρεβάτι.
Ήταν η σκιά του καλλιτέχνη. Αυτή δεν κοιμόταν, όπως ο ιδιοκτήτης της. Όταν αυτός απουσίαζε, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνη έκανε πάρτι. Δεν βρισκόταν πλέον κάτω από την εξουσία του.
Η φιγούρα έμεινε να την κοιτάζει σκεφτική. Το κλάμα της σταδιακά σταμάτησε. Μια τρελή ελπίδα γεννήθηκε μέσα στη ψυχή της.
Κάθισε και διηγήθηκε όλη την ιστορία της στη σκιά. Ύστερα τη ρώτησε αν ήταν εκείνη περήφανη για το χρώμα της που στη γλώσσα των καλλιτεχνών ήτανε σύμβολο όλων των σκοταδιών στον κόσμο και εάν θα ήταν διατεθειμένη να το αλλάξει με το δικό της.
Η σκιά την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Φυσικά και θα το έκανε, της αποκρίθηκε. Δεν το ήθελε πάνω της ούτε λεπτό πλέον. Απλά, εδώ και καιρό, το υπέμενε.
Η φιγούρα χάρηκε απίστευτα. Άρχισε να νιώθει πολύ πιο όμορφα απ' ότι ένιωθε πριν από λίγο.
Έδωσαν λοιπόν τα χέρια και πήραν η μια το χρώμα της άλλης.
Ενθουσιάστηκε η φιγούρα με το καινούργιο της χρώμα. Το οποίο δεν ήταν συνώνυμο της κενότητας και της μηδαμηνότητας, αλλά αντίθετα του φόβου και της δύναμης που αυτός μπορούσε να δώσει.
Δεν ήταν πια το μυρμήγκι, αλλά ο γίγαντας. Ο κυνηγός. Ο αφέντης.
Ανέβηκε επάνω στο γραφείο, αυτή τη φορά με άλλο αέρα. Τρομοκράτησε μέχρι θανάτου τον γαλάζιο μαρκαδόρο και όλους τους υπόλοιπους παρόντες.
Είχε τυφλωθεί απ' το μίσος. Έτρεξε σ' όλο το σπίτι. Παντού υπήρχαν υποψήφια θηράματα της μανίας του.
Στο τέλος της ημέρας, επέστρεψε πίσω στο τετράδιο να την θαυμάσουν οι παλιοί της σύντροφοι. Εκείνοι, μόλις την είδαν, φρίκη κυρίευσε το μυαλό τους. "Θεέ μου! είναι μολυσμένος! είναι μολυσμένος!", ξέσπασαν όλοι τους.
Η φιγούρα αναρωτήθηκε αν έπρεπε να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ύστερα, κατάλαβε.
Δεν υπήρχε πια γι αυτήν σπίτι.
Τα λευκά πλάσματα την περικύκλωσαν. Την έδεσαν χειροπόδαρα και την περιέφεραν για ώρα, χλευάζοντάς την και γελώντας με κακία.
Σε μερικές ώρες, ήταν κιόλας νεκρή.

(Αντώνης Μπούζας)